- ισοαχθής
- ἰσοαχθής, -ές (Α)αυτός που έχει το ίδιο βάρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ-αχθής, πολυ-αχθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοαχθέα — ἰσοαχθής equal in weight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοαχθής equal in weight masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek